Ουγγαρία
Η Ουγγαρία (στα ουγγρικά : Magyarország) είναι ενωτική συνταγματική δημοκρατία που βρίσκεται στην Κεντρική Ευρώπη. Έχει για πρωτεύουσα τη Βουδαπέστη, επίσημη γλώσσα τα ουγγρικά και ως νόμισμα το φόριντ. Η σημαία της αποτελείται από τρεις οριζόντιες λωρίδες, κόκκινη, άσπρη και πράσινη και ο εθνικός της ύμνος είναι ο Himnusz. Επιφάνειας 93.030 τ.χλμ., εκτείνεται σε 250 χλμ. από τον βορρά στον νότο και σε 524 χλμ. από τα δυτικά στα ανατολικά. Έχει 2.009 χλμ. συνόρων με την Αυστρία στα δυτικά, την Σερβία, την Κροατία και την Σλοβενία στα νότια και στα νοτιοδυτικά, την Ρουμανία στα νοτιοανατολικά, την Ουκρανία στα βορειοανατολικά και την Σλοβακία στον βορρά.
Η Ουγγαρία είναι μια παλιά χώρα που ιδρύθηκε ως βασίλειο το 1000 από τον Στέφανο Α' της Ουγγαρίας της οποίας η κυριαρχία, που χάθηκε στη διάρκεια της Μάχης του Μοχάτς το 1526 στην πραγματικότητα θα ξαναβρεθεί το 1920 ως αποτέλεσμα του Συμφώνου του Τριανόν. Αυτή η ανεξαρτησία έχει ως κυριότερη επίπτωση την απώλεια των δύο-τρίτων των κομητειών του παλιού Βασιλείου της Ουγγαρίας, τη δημιουργία της Σλοβακίας, της Κροατίας και την προσάρτιση της Τρανσυλβανίας στη Ρουμανία. Η κατάσταση των ουγγρικών πληθυσμών που βρίσκονταν εκτός των νέων συνόρων χρησιμεύει ως κίνητρο για την εφαρμογή εκ μέρους της Ουγγαρίας μιας ρητά αλυτρωτικής πολιτικής που αποτελεί και εξήγηση για την συμμαχία της χώρας με τη ναζιστική Γερμανία στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Η παλιά ουγγρική κυριαρχία στην λεκάνη των Καρπαθίων βρίσκεται πάντα στην καρδιά των σχέσεων που η Ουγγαρία διατηρεί με τις γειτονικές της χώρες.
Με πληθυσμό 10.076.062 κατοίκων, η Ουγγαρία είναι μια μεσαία δύναμη σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Διαθέτει μια καπιταλιστικού τύπου οικονομία με έναν δημόσιο τομέα που συνεχίζει να παραμένει σημαντικός. Όπως πολλές πρώην σοσιαλιστικές χώρες, το παραγωγικό της μοντέλο για πολλά χρόνια κυριαρχούνταν από την βιομηχανία (κατασκευή φορτηγών, λεωφορείων, σιδηροδρομικού εξοπλισμού και μηχανών στα πλαίσια του Comecon). Η αγροτική δυναμικότητά της είναι πολύ αυξημένη αλλά ο συγκεκριμένος τομέας έχασε ένα σημαντικό μέρος των εργατικών του χεριών στον βωμό του εκσυγχρονισμού του. Όπως αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, η ουγγρική οικονομία έχει τριτογενοποιηθεί σε σημαντικό βαθμό τα τελευταία χρόνια. Η Ουγγαρία, τέλος, διακρίνεται στον τομέα της έρευνας και της τεχνολογικής καινοτομίας. Μετρά έναν μεγάλο αριθμό βραβείων Νόμπελ ανά κάτοικο και οι επιστημονικές ανταλλαγές της είναι υψηλού επιπέδου.
Η Ουγγαρία είναι μέλος του Γκρουπ του Βιζεγκράντ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του ΝΑΤΟ, του Διεθνούς Οργανισμού Εμπορίου και του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
Γεωγραφία
Η Ουγγαρία καταλαμβάνει έκταση 93.032 τ.χλμ. Τα 2/3 της χώρας αποτελούνται από εύφορες πεδιάδες, ενώ η χώρα περιβάλλεται από τις Άλπεις, τα Καρπάθια και τις Διναρικές Άλπεις. Συνορεύει με την Αυστρία, τη Σλοβακία, την Ουκρανία, τη Ρουμανία, την Κροατία και τη Σερβία.
Μεγαλύτεροι ποταμοί που διασχίζουν τη χώρα είναι ο Τίζα (579 χλμ) και ο Δούναβης (417 χλμ), που διασχίζει και τη Βουδαπέστη, ενώ χρησιμοποιείται και από τη ναυσιπλοΐα. Μεγαλύτερη λίμνη είναι η λίμνη Μπάλατον στα δυτικά της χώρας (592 τ.χλμ.)
Ιστορία
Κατοικημένη από Ιλλυριούς και στη συνέχεια από Κέλτες, η σημερινή Ουγγαρία περιήλθε υπό την εξουσία της Ρώμης ως επαρχία της Παννονίας. Με την πτώση της Αυτοκρατορίας στην περιοχή εισέβαλαν Γότθοι, Ούννοι, Λογγοβάρδοι και τέλος οι Άβαροι, των οποίων η κυριαρχία διήρκεσε μέχρι την εποχή του Καρλομάγνου. Η χώρα πρωτοεμφανίζεται στην ιστορία ως ανεξάρτητο Βασίλειο το 1001.
Η καταγωγή των Ούγγρων (Μαγυάρων) είναι κάτι που προκαλεί διαφωνίες και συζητήσεις μεταξύ ιστορικών και ανθρωπολόγων. Κατά γενική ομολογία όμως οι επτά φυλές των Μαγυάρων ήρθαν στη κεντρική Ευρώπη από τα Ουράλια και ενώθηκαν υπό τον Άρπαντ γύρω στο 895. Οι νομάδες Μαγυάροι έκαναν επιδρομές που έφτασαν έως και την Ιβηρική χερσόνησο, μέχρι που ο βασιλιάς Στέφανος (997-1038) επέβαλε το Χριστιανισμό και καθιέρωσε τη μόνιμη εγκατάστασή τους στις σημερινές περίπου περιοχές που κατοικούν.
Το βασίλειο των Μαγυάρων, αν και δέχτηκε αρκετές εισβολές, με σημαντικότερη αυτή των Τατάρων στις αρχές του 13ου αιώνα, κατάφερε να αναδειχτεί σε σημαντική ευρωπαϊκή δύναμη. Η Ουγγαρία γνώρισε μεγάλη οικονομική άνθιση τον 12ο αιώνα μ.Χ. καθώς έγινε κέντρο εμπορίου και ενδιάμεσος σταθμός όσων ταξίδευαν στους Άγιους Τόπους είτε ως προσκυνητές είτε ως πολεμιστές. Η πρώτη μεγάλη καταστροφή της Ουγγαρίας έγινε το 1240 από την επιδρομή των Μογγόλων και της Χρυσής Ορδής. Μετά την αιφνιδιαστική αποχώρηση των Μογγόλων, ο βασιλιάς Μπέλα Δ΄ της Ουγγαρίας αναγκάστηκε να χτίσει τη χώρα του σχεδόν από την αρχή. Σύντομα το (μάλλον ασήμαντο πλέον) στέμμα της Ουγγαρίας πέρασε διαδοχικά στον Ροβέρτο του Ανζού (1308-1342), στον Λουδοβίκο τον Α΄ (1342-1382), για να καταλήξει ένα απλό πετράδι στο λαμπερό στέμμα του Σιγισμούνδου του Λουξεμβούργου (1387-1437), που ήταν στην εποχή του, ο ισχυρότερος Βασιλιάς της Ευρώπης (Βασιλιάς της Γερμανίας και τιτουλάριος της Βοημίας). Ήδη είχε αναφανεί ο τουρκικός κίνδυνος και ο Σιγισμούνδος οργάνωσε μια σταυροφορία εναντίον τους. Ηττήθηκε όμως στην Νικόπολη (πόλη που ανήκει σήμερα στη Βουλγαρία) και έτσι η Ουγγαρία βρισκόταν σε πολύ μεγάλο κίνδυνο από τους Οθωμανούς. Ο διάδοχος του Αλβέρτος εμπιστεύθηκε την άμυνα της Ουγγαρίας στον Ιωάννη Ουνιάδη, έναν πλούσιο γαιοκτήμονα της Τρανσυλβανίας (τμήμα τότε της Ουγγαρίας). Αυτός σε ένα βάθος 20 ετών κατάφερε να αναχαιτίσει προσωρινά την οθωμανική λαίλαπα χάνοντας αρχικά την μάχη της Βάρνας (1444), αλλά συντρίβοντας τελικά τους Οθωμανούς στο Βελιγράδι (1456), σώζοντας έτσι την Ευρώπη για 70 χρόνια.
Το 1458, για πρώτη φορά στην Ιστορία της χώρας, η Ουγγρική Δίαιτα θα εκλέξει για βασιλιά της όχι κάποιο γαλαζοαίματο, αλλά τον Ματθία Κορβίνο (1458-1490), νεότερο γιο του Ουνιάδη και τον σημαντικότερο βασιλιά της εποχής πριν την οθωμανική κατάκτηση. Ο Ματθίας κατάφερε να αναχαιτίσει περαιτέρω τους Οθωμανούς, έκανε μια σειρά από μεγάλα οχυρωματικά έργα στη Βούδα, έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για την Αναγέννηση, τις Τέχνες και τον Ανθρωπισμό και δημιούργησε τον λαϊκό ουγγρικό πολιτισμό όπως τον γνωρίζουμε σήμερα. Μετά τον θάνατο του Ματθία, ένας ξεσηκωμός των χωρικών κατά της καταπίεσης των ευγενών, άνοιξε τον δρόμο στην οθωμανική κατάκτηση και τον Σουλεΐμάν τον Μεγαλοπρεπή. Οι Ούγγροι είχαν φθάσει στο σημείο να κατέχουν μεγάλα τμήματα των γειτόνων τους, όπως την Κροατία και μέρος της νότιας Ιταλίας, ενώ είχαν άλλοτε ανταγωνιστικές και άλλοτε συμμαχικές σχέσεις με όλα τα ισχυρά βασίλεια της Ευρώπης, όπως η Βυζαντινή αυτοκρατορία. Όλα αυτά όμως, έφθασαν στο τέλος τους το 1526 με τη μάχη του Μοχάτς. Εκεί, ηττήθηκαν από τους Οθωμανούς, ο βασιλιάς Λουδοβίκος Β΄ και το μεγαλύτερο μέρος της αριστοκρατίας σκοτώθηκαν στη μάχη αυτή και η πρωτεύουσα Βούδα καταλήφθηκε. Η χώρα τότε διαιρέθηκε σε τρία κομμάτια. Το δυτικό τμήμα κατέλαβαν οι Αυστριακοί, το κεντρικό τμήμα με τη Βουδαπέστη οι Οθωμανοί και το υπόλοιπο αποτέλεσε ένα φόρου υποτελές στην Οθωμανική αυτοκρατορία ουγγρικό βασίλειο.
Περίπου 160 χρόνια αργότερα, οι Ούγγροι έδιωξαν τους Οθωμανούς με τη βοήθεια των Αυστριακών, που όμως προσάρτησαν αρχικά την περιοχή στην χώρα τους, σχηματίζοντας αργότερα την Αυστροουγγρική αυτοκρατορία. Ακολούθησαν αρκετές εξεγέρσεις των Ούγγρων εναντίον των Αυστριακών. Σημαντικότερες είναι οι επαναστάσεις του 1703-1711 υπό τον Φέρεντς Ρακότσι και του 1848-1849 υπό τον Λάγιος Κόσουτ (Lajos Kossuth), που ηττήθηκε μόνο μετά τη συνδρομή των Ρώσων στους Αυστριακούς. Το 1867 η δυναστεία των Αψβούργων ήρθε σε συμφωνία με τους ανυπότακτους Ούγγρους, καθιερώνοντας την Αυστροουγγρική αυτοκρατορία, μια διπλή μοναρχία με θεωρητικά ίσα δικαιώματα μεταξύ Αυστριακών και Ούγγρων. Η αυτοκρατορία όμως είχε υπό τον έλεγχό της και άλλες περιοχές που κατοικούνταν από άλλες σημαντικές εθνότητες.
Με τη δολοφονία του διαδόχου του αυτοκρατορικού θρόνου στο Σαράγεβο από Σέρβους εθνικιστές, δόθηκε η αφορμή για το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Με το τέλος του πολέμου η ηττημένη αυτοκρατορία διασπάστηκε στα κράτη - έθνη: Αυστρία, Γιουγκοσλαβία, Τσεχοσλοβακία και Ουγγαρία. Με τη συνθήκη του Τριανόν (1920) η Ουγγαρία έχασε ένα σημαντικό τμήμα των εδαφών που θεωρούσε ιστορικά δικά της. Σε κάποια από αυτά τα εδάφη, όπως στη Ρουμανία, διέμενε και ένας σημαντικός πληθυσμός Ούγγρων.
Αμέσως μετά τη συνθηκολόγηση η Ουγγαρία δέχθηκε την εισβολή των Ρουμάνων, που κατέλαβαν μέχρι και τη Βουδαπέστη. Το 1919 οι κομμουνιστές εξεγέρθηκαν και εγκαθίδρυσαν την Ουγγρική Δημοκρατία των Σοβιέτ. Υπό την ηγεσία του ναυάρχου Μίκλος Χόρτι, που για ένα διάστημα μετέφερε τη πρωτεύουσα στο Σέγκεντ, οι εισβολείς αποκρούστηκαν και το κράτος των Σοβιέτ διαλύθηκε. Ακολούθησε ένα κύμα «λευκού τρόμου» και η εγκαθίδρυση ενός ιδιότυπου καθεστώτος: η Ουγγαρία παρέμενε μοναρχία, αλλά χωρίς βασιλιά, με τον Χόρτυ, τον «ναύαρχο χωρίς στόλο», να ασκεί τις εξουσίες του αντιβασιλέα.
Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου η Ουγγαρία σημείωσε σημαντική οικονομική πρόοδο. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ουγγαρία βρέθηκε στο πλευρό της Γερμανίας. Καταλήφθηκε από τα σοβιετικά στρατεύματα το 1945 και, το 1948, στη χώρα εγκαθιδρύθηκε κομμουνιστικό καθεστώς.
Τον Οκτώβριο του 1956 οι πολίτες της χώρας άρχισαν να διαδηλώνουν με αίτημα την πραγματοποίηση πολιτικών αλλαγών. Οι Σοβιετικοί απέστειλαν στρατιωτικές δυνάμεις αλλά και συναίνεσαν στην τοποθέτηση ως πρωθυπουργού του Ίμρε Νάγκυ. Ο Νάγκυ σχημάτισε κυβέρνηση με τη συμμετοχή και μη κομμουνιστών πολιτικών και ζήτησε την αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων, τα οποία απομακρύνθηκαν στα τέλη του μήνα. Υπό την πίεση όμως και της κοινής γνώμης συγκρότησε πολυκομματικό σύστημα κι ανακοίνωσε την αποχώρηση της χώρας του από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας.
Στις αρχές Νοεμβρίου οι Σοβιετικοί εισέβαλαν στη χώρα. Οι συγκρούσεις υπήρξαν αιματηρές με πολλά θύματα από τη μεριά των Ούγγρων, ενώ ο Νάγκυ συνελήφθη και εκτελέστηκε το 1958. Στις 7 Σεπτεμβρίου 1967 η Σοβιετο-Ουγγρική συμμαχία ανανεώθηκε για 20 χρόνια.
Το 1978 το «Στέμμα του Αγίου Στεφάνου» (εθνικό σύμβολο της χώρας και του λαού), που βρισκόταν σε αμερικανική ιδιοκτησία από το 1945, επέστρεψε στην Ουγγαρία.
Σταδιακά άρχισαν να υλοποιούνται οικονομικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις, ενώ το 1990, μετά την Πτώση του τείχους του Βερολίνου, διεξήχθησαν οι πρώτες πολυκομματικές εκλογές. Η χώρα έγινε δεκτή στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004.
Δημογραφία
Η χώρα αριθμεί, σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις του 2014, 9.877.365 κατοίκους. To προσδόκιμο ζωής είναι, με βάση εκτιμήσεις του 2014, τα 71,73 χρόνια για τους άνδρες και τα 79,41 χρόνια για τις γυναίκες.(75,46 στο σύνολο του πληθυσμού)
Φωτογραφίες / Ουγγαρία